Στην Ποινική Δικονομία (Κεφ. 155) δεν προβλέπεται ρητά η δυνατότητα εκδίκασης υπόθεσης, επί τη βάση κατηγορητηρίου που έχει καταχωριστεί στο Κακουργιοδικείο (information), στην απουσία του κατηγορούμενου.
Το δικαίωμα παρουσίας του κατηγορουμένου κατά τη δίκη διασφαλίζεται από τις διατάξεις των Άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος και από τις πρόνοιες του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Περαιτέρω, δεν είναι μόνο δικαίωμα του κατηγορουμένου, αλλά, παράλληλα, και καθήκον του να παρίσταται κατά τη δίκη του εκτός εάν η απουσία του μπορεί να δικαιολογηθεί από τις διατάξεις του Κεφ. 155 και ειδικά από εκείνες των Άρθρων 45(1) και 63(3). Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη R. v. Demetriades and Another (1973) 11 JSC 1458 (απόφαση πλειοψηφίας), αποφασίστηκε ότι η υποχρέωση του κατηγορουμένου να παρίσταται κατά τη δίκη του, δεν είναι ασυμβίβαστη και δεν υπονομεύει το δικαίωμα να παρίσταται. Κατ’ εξαίρεσιν, το δικαστήριο μπορεί, κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, να προχωρήσει στην εκδίκαση και σοβαρής ποινικής υπόθεσης στην απουσία του κατηγορουμένου. Λόγοι σχετιζόμενοι με την πρέπουσα λειτουργία της δικαιοσύνης, μπορεί να επιβάλουν αυτήν την επιλογή, κυρίως όπου η απουσία του κατηγορουμένου είναι προϊόν ηθελημένης πράξης, σκοπούσας να υπονομεύσει το θεμέλιο της δικαιοσύνης. R. v. Jones (REW) (1972) 2 All ER 731 (C.A.)
Δηλαδή προκύπτει σχετική εξαίρεση στον κανόνα της αυτοπρόσωπης παρουσίας του κατηγορουμένου, με θεμελιακή ως προς τούτο απόφαση την Jones ως άνω. Στην προαναφερθείσα υπόθεση ο υπόδικος συγκατηγορείτο με άλλους για συνωμοσία. Πριν έλθει η σειρά του να καταθέσει, ο κατηγορούμενος απέδρασε, οπόταν ο δικαστής, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, συνέχισε την ακρόαση της υπόθεσης στην απουσία του, απολήγοντας στην καταδίκη του.
Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για εκδίκαση, ακόμη και σοβαρών ποινικών υποθέσεων, στην απουσία των Κατηγορουμένων, έχει αναγνωριστεί και από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Πανίκος Γρηγορίου ν. Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών, Ποιν. Έφ. Αρ. 100/2014 ημερ. 27/09/2016. Εκεί αναφέρθηκε ότι ενώ προκύπτει από τη νομολογία πως η κρατούσα τάση είναι η εκδίκαση να λαμβάνει χώρα στην παρουσία του κατηγορουμένου, εξίσου δυναμικά προκύπτει η ανάγκη διασφάλισης του κύρους της διαδικασίας ως μέρος της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου να πράττει διαφορετικά αν το θεωρεί ότι η πορεία αυτή προστατεύει και διαφυλάσσει το κύρος της διαδικασίας. Με το θέμα έχει ασχοληθεί και έχει υιοθετήσει αυτή τη προσέγγιση και το ΕΔΔΑ. (μεταξύ άλλων Poitrimol ν. Γαλλίας, 14032/88, 23/11/1993, παρ. 35, και Krombach v. Γαλλίας, 29731/96, 13/2/2001, παρ. 90.)
Αυτή η πρακτική προσέγγιση της εκδίκασης υπόθεσης στην απουσία του Κατηγορουμένου με σκοπό την διασφάλιση του κύρους της διαδικασίας, υιοθετήθηκε και στην πολύ πρόσφατη υπόθεση με αρ. 15161/2016, Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου κ.α, του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, όπου κρίθηκε ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης εξυπηρετείται με τη συνέχιση της διαδικασίας στην απουσία των Κατηγορουμένων 2 και 3, αφού:
Η ακροαματική διαδικασία βρισκόταν σε πολύ προχωρημένο στάδιο. Οι Κατηγορούμενοι ήταν πλήρως ενήμεροι για όσα έλαβαν χώρα και ήταν παρόντες καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας μέχρι κάποιας ημερομηνίας αλλά και μετέπειτα είχαν νομική εκπροσώπηση. Η απουσία τους ανάγεται σε δική τους απόφαση να μην εμφανιστούν. Βρίσκονταν στο εξωτερικό από όπου κατάγονται, έχοντας εκεί τη μόνιμη διαμονή τους. Δηλαδή τυχόν εντάλματα σύλληψης που θα εκδίδονταν, δεν θα ήταν δυνατό να εκτελεστούν αμέσως ή σε σχετικά σύντομο χρόνο, αφού θα απαιτηθεί δικαστική συνδρομή, με διαδικασίες που δυνατό να είναι χρονοβόρες ή και ατέρμονες σε περίπτωση μη έγκαιρου εντοπισμού τους. Οι Κατηγορούμενοι, εκπροσωπούνται από δικηγόρο, ο οποίος είχε δώσει διαβεβαίωση στο Δικαστήριο ότι έχει τις οδηγίες τους να τους αντιπροσωπεύσει στη δικαστική διαδικασία που υπολείπεται, για να αποπερατωθεί πλήρως η ακρόαση. Εκτός από τους Κατηγορούμενους τους οποίους αφορούσε η υπόθεση, υπάρχουν στη διαδικασία ακόμη πέντε Κατηγορούμενοι, οι οποίοι εξέφρασαν δικαιολογημένες ανησυχίες για την καθυστέρηση που θα προκληθεί, στην περίπτωση που το Δικαστήριο αποδεχόταν την εισήγηση του συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής για έκδοση ενταλμάτων σύλληψης.
Στη βάση των πιο πάνω φαίνεται ότι η σύγχρονη τάση της Νομολογίας, δείχνει να απέχει από την αυστηρή επιμονή στην αυτοπρόσωπη εμφάνιση των κατηγορουμένων. Προσκόλληση, άλλωστε, σε αυτό τον αυστηρό κανόνα, σήμερα και με τη διεθνοποίηση που παρατηρείται στις ποινικές υποθέσεις, θα έθετε σε κίνδυνο τα θέσμια της δίκαιης δίκης, τόσο ως προς την σύντομη εκδίκαση των υποθέσεων, αφού θα έπρεπε να εφαρμόζονται μακροχρόνιες διαδικασίες σε διάφορα κράτη, όσο και ως προς τα δικαιώματα των κατηγορουμένων αυτά κάθε αυτά. Θα ανάγκαζε κατηγορούμενους να προβαίνουν εβδομαδιαίως σε ταξίδια, να επιβαρύνονται με υπέρμετρα έξοδα, θα τους αποστερούσε από την ιδιωτική, προσωπική και επαγγελματική τους ζωή και τέλος ένας κατηγορούμενος για να μπορούσε να είναι συνεπής με τις βουλές του Δικαστηρίου θα έπρεπε να αποστερηθεί από τις καθημερινές του συνήθειες, έστω και αν δεν κρίθηκε αναγκαία η κράτηση του. Έτσι το ζύγιασμα μεταξύ δικαιώματος και υποχρέωσης ως προς την αυτοπρόσωπη παρουσία κατηγορουμένου στη εκδίκαση της υπόθεσης του, πλέον έχει φτάσει σε ένα ισοζύγιο μακριά από άκαμπτους κανόνες και με την προσέγγιση κάθε υπόθεσης με την ιδιαιτερότητα που την χαρακτηρίζει.